- τελευτώ
- τελευτῶ, -άω, ΝΜΑ [τελευτή]1. (αμτβ.) α) φθάνω στο τέλος, τελειώνω, λήγω, καταλήγωβ) πεθαίνω (α. «προτού τελευτήσει τον βίο της» β. «τελευτήσαντος δὲ τοῡ Γέροντος, ἦλθε... τὴν συνήθη εὐχὴν ἀποδώσων», Μηναί.γ. «ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησε Δαρεῑος», Ξεν.)2. (μτβ.) οδηγώ κάτι στο τέλος του, φέρνω εις πέρας, τελεύω (α. «τελευτώντας τον λόγο του είπε...» β. «ἄρξομαι ἐκ βολβοῑο τελευτήσω δ' ἐπὶ θύννον», Πλάτ.)αρχ.1. εκπληρώνω, πραγματοποιώ («καὶ γὰρ Ζεὺς ὅ,τι νεύσει, σὺν σοὶ τοῡτο τελευτᾷ», Ευρ.)2. (με κακή σημ.) πραγματοποιώ απειλή3. (το αρσ. τής μτχ. ενεστ. με ρ. ως επίρρ.) τελευτῶνκαταλήγοντας, στο τέλος («τελευτῶν ἔλεγε», Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.